-
1 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
2 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
3 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
4 предел
το όρι/οустанавливать - θέτω -, οριοθετώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предел
-
5 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт